Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξείρομαι — βλ. εξέρομαι … Dictionary of Greek
εξέρομαι — ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) [έρομαι] 1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον … Dictionary of Greek